- ἀστοχήσασα
- ἀστοχήσᾱσα , ἀστοχέωmiss the markaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστοχώ — (AM ἀστοχῶ, έω) [άστοχος] 1. δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω 2. σφάλλω, πλανώμαι στην κρίση μου (μσν. νεοελλ.) δεν ευδοκιμώ («αστόχησαν τα στάρια», «αστοχήσασα η χώρα διά την λειψυδρίαν») νεοελλ. 1. ξεχνώ 2. δεν δίνω σημασία, παραμελώ … Dictionary of Greek